- ὑποσκιόεις
- ὑποσκῐ-όεις, = sq.,A
χῶρος Nic.Th.96
(v.l. ὑπὸ σκ.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χῶρος Nic.Th.96
(v.l. ὑπὸ σκ.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υποσκιόεις — εσσα, εν, Α υπόσκιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σκιόεις «σκιερός»] … Dictionary of Greek